Κατά καιρούς διαβάζει κανείς τον υποτιμητικό χαρακτηρισμό «μητερούλα» και γενικώς αποδίδεται η μητρική «ιδιότητα» σε γυναίκες από τη δημόσια σφαίρα. Υποτιμητικός σαφώς, όχι γιατί η γονεϊκή κατάσταση είναι κάτι κακό, αλλά γιατί τέτοιου είδους χαρακτηρισμοί συρρικνώνουν τη γυναίκα και την ταυτίζουν αποκλειστικά με μία από τις πολλές καταστάσεις που μπορεί να της συμβούν στη ζωή. Υποτιμητικός, ετεροχρονισμένος και στοιχείο ολοκληρωτικής σκέψης που παραπέμπει στο γνωστό «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» και γενικότερα σε ιδεολογίες απολυταρχικές συνυφασμένες με εθνικισμό, θρησκομανία, μαγική σκέψη και δεισιδαιμονία, και όσον αφορά τη γυναίκα, δαιμονοποίηση ή λεκτική εκπόρνευση του ερωτικού σωματικού παράγοντα (μητερούλα VS μάγισσα). Ακόμη και χώρες όπου οι εκφράσεις αυτές είχαν μέχρι και πρόσφατα ένα βάρος και συνδέονταν με ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες ζωής για μεγάλες πλην περιθωριακές πληθυσμιακές ομάδες, αποφεύγουν τέτοιες χρήσεις.
Ο χαρακτηρισμός «μητερούλα» είναι έκφραση φόβου: μικραίνουν ό,τι φοβούνται. Οι γυναίκες αυτές, οποιασδήποτε ηλικίας, δεν αισθάνονται καθόλου μητέρες. Φίλες και συντρόφισσες ίσως. Όχι μητέρες.
*Frauenzimmer=ιστορικός όρος στη γερμανική γλώσσα, τον 15ο αιώνα σήμαινε την αυλή (πρόσωπα και χώρους του ανακτόρου) μιας αριστοκράτισσας, κατέληξε αργότερα να σημαίνει «γυναίκα»