Όταν ήμασταν παιδιά, μας άρεσαν αυτοί που προτιμούσαν στην ανάγκη να αυτοεξευτελιστούν σατιρίζοντας ή εκθέτοντας τον εαυτό τους από αυτούς που εξευτέλιζαν ιδέες και αρχές ή τους άλλους υποδυόμενοι τους σοβαρούς σε γελοίες καταστάσεις ή τους αναμορφωτές από θέση μηδέν.
Ο Γ. Παπαδόπουλος προφανώς δεν είχε καμία συναίσθηση του πόσο γελοίος γινόταν, πέρα από τις δικτατορικές του πεποιθήσεις, με εκείνη τη στριγγιά φωνή όταν ούρλιαζε και γούρλωνε τα μάτια που πραγματικά γυάλιζαν, ίσως από την ένταση της συγκίνησης και του αυτοθαυμασμού, πάντως γυάλιζαν. Και δεν βρέθηκε κανείς από το στενό του περιβάλλον να τον συμβουλεύσει. Μάλλον ο σκληροπυρηνικός Ιωαννίδης κάτι είχε μυριστεί, γι' αυτό απέφευγε τις δημόσιες εμφανίσεις. Απορίας θλιβερής άξιο πώς είναι δυνατό να συγκίνησαν με τη σκηνική τους παρουσία εκτρώματα όπως ο Χίτλερ ή ο Μουσολίνι. Έχουν δημοσιευτεί πολλές μελέτες που εξετάζουν το φαινόμενο από πλευράς σωματικότητας του φασιστικού λόγου. Οι κραυγαλέοι δικτάτορες πάντως φέρουν χαρακτηριστικά "εκθήλυνσης" όταν υστεριάζονται στο βήμα, και εδώ ακριβώς καταλήγουμε: η υστερία που ορίσθηκε ξανά στην καμπή του 19ου προς τον 20ό αι. και σχετίσθηκε αρχικά μόνο με τις γυναίκες (υστέρα=μήτρα), το 1980 διαγράφτηκε από τη λίστα των ασθενειών της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας. Σήμερα γνωρίζουμε ότι τέτοιοι ρητορικοί εκτροχιασμοί παραπέμπουν σε τραύματα και σε χρόνια απαξίωση του αισθήματος αυταξίας ανεξαρτήτως φύλου ή σεξουαλικού προσδιορισμού. Και το λεγόμενο "υστερικό" γέλιο που προκαλούσαν τέτοιες σκηνές, είναι αδιέξοδο γέλιο, δεν είναι καλό "εποικοδομητικό" χιούμορ, είναι σαρωτικό και όταν γίνεται έξη η κοροϊδία, είναι επίσης προϊόν αυταρχισμού.