Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Προσλήψεις ποίησης και ποιητών

"Τις προάλλες ένας κύριος με τερατώδη μνήμη και μ' ένα ερευνητικό μάτι που αλληθωρίζει απατεωνίστικα, χτύπησε την πόρτα μου, νωρίς το πρωί. Ξυριζόμουνα και τον παρακάλεσα να περιμένει. Κοίταξε τα βιβλία μου πάνω από το τζάκι, κι αμέσως άρπαξε τα Ποιήματα.
-Το  κάματε Σεφέρης τ' όνομά σας, ε; ε!
Kαμιά απάντηση, κι έπιασε να ξεφυλλίζει τον τόμο. Έριξε μια ματιά στην 'Ύδρα'.
-Όλο πατριωτικά ποιήματα γράφετε; Μπράβο! Μπράβο, δεν ξέρετε πόσο χαίρομαι που γράφετε ποιήματα.
Ανάστροφη παρεξήγηση από εκείνη που έτυχε κάποτε στο Νίκο Γκάτσο. Γύριζε, το χειμώνα του '36, σπίτι του από μια ταβέρνα. Ήμουνα στην Κορυτσά και είχα στείλει στην Αθήνα, σε χειρόγραφο, το 'Με τον τρόπο του Γ. Σ.' Κατά κακή του τύχη -μολονότι πολύ αθώος, είχε κάποτε ύφος φοβερά βλοσυρό- τον έπιασαν και τον πήγαν στο τμήμα. Τον έψαξαν. Στην τσέπη του το χειρόγραφο:
-Ρε, τι σου 'κανε η Ελλάδα και σε πληγώνει; Κομμουνιστής, ε;
-Μα, κύριε αστυνόμε, δεν το 'γραψα εγώ αυτό, το 'γραψε ο κ. Σ. που είναι πρόξενος.
-Πρόξενος, ε; Τέτοιους προξένους έχουμε· γι' αυτό πάμε κατά διαβόλου.
Ευτυχώς βρέθηκαν στις τσέπες του και κάτι άλλα της ίδια τεχνοτροπίας που αφόπλισαν τους φρουρούς της ησυχίας μας:
-Σ' αφήνουμε, μωρέ, γιατί είσαι βλάκας, του είπαν όταν τα διάβασαν".

(Σεφέρης, Γιώργος: Μέρες Δ΄. 1 Γενάρη 1941-31 Δεκέμβρη 1944. Αθήνα: Ίκαρος, 1986, σ. 146)