Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

Ανάγνωση και σημεία στίξης

Πράγματα που θεωρούμε αυτονόητα, αν και συχνά μας διαφεύγει η χρήση τους, όπως για παράδειγμα τα σημερινά σημεία στίξης δεν υπήρχαν φυσικά πάντα. Οι Έλληνες το γνωρίζουν από τις επισκέψεις τους στις αρχαιότητες και τη θέα των διαφόρων επιγραφών με τη μεγαλογράμματη ρέουσα (ενωμένες λέξεις) γραφή. Τα σημάδια στίξης του φιλόλογου Αριστοφάνη του Βυζάντιου γύρω στο 200 π.Χ. αφορούσαν τις παύσεις (υποστιγμή . στιγμή μέση · στιγμή τελεία · ). Η σημερινή τελεία, τότε υποστιγμή, ήταν η πιο σύντομη παύση. Οι δραματικοί ποιητές της ελληνικής αρχαιότητας, δηλαδή πριν τον Αριστοφάνη τον Βυζάντιο,  χρησιμοποιούσαν κάποια σύμβολα προς βοήθεια των υποκριτών* (ηθοποιών), τα οποία επίσης δήλωναν τις παύσεις. Στην αρχαιότητα η ανάγνωση δεν ήταν παρά υποστηρικτική της μνήμης που με τη συνδρομή της ο πεπαιδευμένος έπρεπε να λάμψει δια της ομιλίας και του διαλόγου.
 
Τον μεσαίωνα οι αντιγραφείς χρησιμοποίησαν βασικά τις στιγμές του Αριστοφάνη, ρόλο σημαντικό διαδραμάτισε οπωσδήποτε η "υπερπαραγωγή" χειρογράφων της Βίβλου και η φροντίδα των αντιγραφέων για τη σωστή προφορική ανάγνωση των γραπτών. Ο χωρισμός των λέξεων και η χρήση σημείων στίξης θεωρούνται σήμερα δείκτες αλλαγών της αναγνωστικής συμπεριφοράς. Γενικώς τα κείμενα διαβάζονταν φωναχτά από τους λίγους γνώστες ανάγνωσης είτε παρουσία άλλων και για την ενημέρωση ή την ψυχαγωγία τους είτε και κατ' ιδίαν. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή από τις Εξομολογήσεις (VI, 3) του  Αυγουστίνου, ο οποίος περιγράφοντας επίσκεψή του στον Αμβρόσιο, επίσκοπο Μεδιολάνων (Μιλάνου), ανάμεσα 384 και 387 μ.Χ. παρατηρεί με κατάπληξη ότι ο επίσκοπος διάβαζε σιωπηλός. Ο Αυγουστίνος κάνει διάφορες υποθέσεις γιατί να συμβαίνει αυτό, ίσως και για προστασία της φωνής του, γράφει μεταξύ άλλων. Μεταξύ 800 και 1200 φαίνεται ότι οι γυναίκες ευγενείς γνώριζαν ανάγνωση σε υψηλότερο ποσοστό από τους άνδρες, οι οποίοι είχαν "προσωπικό" γι' αυτό.  Για τις αριστοκράτισσες της Εσπερίας η ανάγνωση των ψαλμών στη λατινική ώστε να μπορούν να προσεύχονται, ήταν βασικό στοιχείο παιδείας.  Στον ύστερο μεσαίωνα η εκμάθηση της γραφής ακολουθούσε μετά από κάποιο διάστημα, γραφή και ανάγνωση δεν ήταν πακέτο όπως σήμερα στην εκπαίδευση. 

Στη διάρκεια του μεσαίωνα η χρήση των σημείων στίξης ήταν ρυθμοτονικού και όχι συντακτικού χαρακτήρα όπως σήμερα, και υποδείκνυαν τις παύσεις της προφορικής ανάγνωσης. Δεν ήταν και πολλά τα σημεία στίξης ούτε και συνεπής η χρήση τους. Γύρω στον 9ο αιώνα εμφανίζεται το κόμμα σε ελληνικά χειρόγραφα, ενώ σε αυτά της Δύσης για μεγάλο διάστημα τη λειτουργία του κόμματος είχε η πλάγια γραμμή ή μπάρα (slash) και θεωρείται ότι από αυτήν προήλθε το κόμμα και εδραιώθηκε έως τον 16ο αιώνα. Ο ιταλός τυπογράφος και εκδότης των κλασικών (1495-1514) Άλδος Μανούτιος καθιέρωσε την άνω τελεία στα λατινικά κείμενα (semicolon, το δικό μας ερωτηματικό) και εφάρμοσε τη χρήση του κόμματος, καθώς και της τελείας (στιγμής) στα σημερινά μας πρότυπα. Το ελληνικό ερωτηματικό εμφανίζεται στα χειρόγραφα γύρω στον 9ο αιώνα.  

Ο χωρισμός των λέξεων ήταν μία μακρά διαδικασία και είναι άμεσα συνυφασμένος με την προφορική ανάγνωση. Αν δοκίμαζε κανείς σήμερα να διαβάσει κείμενο κεφαλαιογράμματης ρέουσας γραφής, δεν θα το διάβαζε φωναχτά; Αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι δεν έχει εξάσκηση σε αυτή τη μορφή γραφής, αλλά στο ότι όταν η οπτική προσέγγιση στο νόημα είναι μπλοκαρισμένη, τότε ο εγκέφαλος ενεργοποιεί το εφεδρικό ακουστικό σύστημα για την αναγνώριση των λέξεων. Από τον 6ο έως τον 11ο αιώνα ο χωρισμός των λέξεων έχει εξελικτικά δρομολογηθεί στους μεσαιωνικούς λατινικούς κώδικες (=χειρόγραφο βιβλίο). Η μικρογράμματη γραφή, που στο Βυζάντιο εμφανίζεται κατά τον 9ο αιώνα, συνέβαλε σε αυτή την τομή, δηλαδή στον χωρισμό των λέξεων, αυτήν την αφετηρία της σιωπηλής ανάγνωσης. Πάντως η γεωγραφική προέλευση του φαινομένου βρίσκεται στη Δύση,  στις Βρετανικές Νήσους και στους ιρλανδούς αντιγραφείς χειρογράφων κατά τον 7ο και 8ο αιώνα. Μετά τον 10ο αιώνα ο χωρισμός των λέξεων εξαπλώθηκε στην ευρωπαϊκή ήπειρο.   

Έως και την ανακάλυψη της τυπογραφίας από το 1450 η προφορικότητα ήταν η σημαντικότερη πολιτισμική συνισταμένη της ανάγνωσης. Όχι ότι με τον Γουτεμβέργιο αλλάζουν όλα δραματικά, αλλά εξελικτικά ενισχύονται οι προϋποθέσεις για τη μοναχική, σιωπηλή ανάγνωση. Στους κύκλους των αναγνωστών έχουν μπει οι αστοί, πατρίκιοι, έμποροι και αργότερα χειρώνακτες. Με τη διάδοση του βιβλίου τα ολοένα και μεγαλύτερα σώματα αναγνωστών βοηθιούνται από εγχειρίδια οδηγιών ανάγνωσης για το ποιοι είναι οι ενδεδειγμένοι τρόποι να διαβάζουν και ποια τα όρια αυτής της ασχολίας. Η προφορική ανάγνωση δεν έπαψε να υπάρχει, παράλληλα όμως οι δύο τύποι ανάγνωσης, μοναχικής και ακροατηρίου, αρχίζουν να σχηματοποιούνται και έτσι φτάνουμε στην εποχή του Διαφωτισμού να έχουν διαφοροποιηθεί η μία από την άλλη. Η προφορική ανάγνωση παραμένει μια συλλογική ενασχόληση κατ' οίκον, αλλά ασκείται και σε λέσχες ανάγνωσης που πληθαίνουν στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα.

Με την τυπογραφία καταρτίζονται και τα στικτικά συστήματα τους επόμενους αιώνες. Τα σημεία στίξης ούτε εμφανίζονται όλα απαρχής ούτε χρησιμοποιούνται με τη σημερινή συχνότητα, για παράδειγμα στην Εσπερία η εξοικείωση με τη χρήση της διπλής τελείας προηγείται χρονικά αυτής των εισαγωγικών ή του θαυμαστικού.  Το θαυμαστικό αργεί μάλλον να περάσει και στο ελληνικό βιβλίο αν κρίνουμε από την παρατήρηση στη δέκατη πέμπτη έκδοση της Ελληνικής Γραμματικής (Βερολίνο 1838) του γερμανού φιλόλογου Philipp Buttmann: "Το θαυμαστικό μόλις έχουν αρχίσει κάποιοι νέοι να το χρησιμοποιούν" (σ. 33). Στην ελληνική μετάφραση παλαιότερης έκδοσης της Γραμματικής Buttmann (Βιέννη 1812) αναφέρονται τα εξής σημεία στίξης: υποστιγμή (εννοεί το κόμμα), μέση (εννοεί την άνω τελεία) και τελεία στιγμή,  ερωτηματικό. Εδώ διακρίνει ανάμεσα στην υποδιαστολή και στην υποστιγμή -όπως και στη μεταγενέστερη έκδοση-, πράγμα που παραπέμπει κατά διορθωτικό τρόπο στη Γραμματική περί συντάξεως του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου του εξ Απορρήτων (Βενετία 1745): ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον όρο "υποδιαστολή" για το κόμμα και στα σημεία στίξης συμπεριλαμβάνει την "επάνω στιγμή", την "τελεία στιγμή" και την "υποδιαστολή μετ' επάνω στιγμής" (ερωτηματικό). Τα ίδια σημεία στίξης όπως και στον Μαυροκορδάτο βρίσκουμε και στη μεταφρασμένη Μικρά γραμματική της κοινής ελληνικής διαλέκτου (Μόναχο 1836) του γερμανού φιλόλογου Friedrich Thiersch (Ειρηναίος Θείρσιος), με τη διαφορά ότι γίνεται χρήση του όρου "κόμμα" αντί της "υποδιαστολής". 

Ο Δημήτριος Πολυζώης χρησιμοποιεί μεν τις στιγμές και το κόμμα στη Γραμματική περιέχουσα τα οκτώ μέρη του λόγου (Βιέννη 1800), άξια ιδιαίτερης μνείας όμως θεωρεί μόνο την υποδιαστολή, η οποία χρησιμοποιείται "εν ταις Ερωτήσεσι μετά Στιγμής" (ερωτηματικό, σ. 7). "Ευχάριστη" έκπληξη αποτελεί ο λόγιος Δημήτριος Δάρβαρης, ο οποίος στην πρώιμη Γραμματική απλοελληνική (Βιέννη 1806) για τους ομογενείς νέους της αυστριακής αυτοκρατορίας εισάγει πλήρη κατάλογο των σημείων στίξης όπου και εξηγεί τη διάρκεια των παύσεων ή τον τρόπο εκφώνησης ανάλογα με το σημείο: υποστιγμή (κόμμα), μέση στιγμή, διπλή στιγμή, τελεία στιγμή, ερωτηματικό, επιφωνηματικό (θαυμαστικό), παύλα, παρένθεση, εισαγωγικό ("), σημειωτικό (*), παράγραφος (§). Συνεχίζει με οδηγίες ανάγνωσης. Μάλλον η απαρίθμηση αυτή απηχεί το στικτικό σύστημα της γερμανικής γλώσσας παρά τα εν χρήσει σημεία σε ελληνικά βιβλία της εποχής, αλλά πάντως είναι μία πλήρης και μελετημένη πρόταση (είχε εκδώσει και γερμανική γραμματική, 1785). 

Στην τέταρτη έκδοση της Γραμματικής δια σχολεία (Αθήνα 1845) του Κωνσταντίνου Κούμα απαντά ο όρος "Στίξεως σημεία" ως τίτλος του κεφαλαίου: εδώ παρουσιάζονται τα σημεία που είδαμε και στον Δάρβαρη με τη διαφορά ότι σημειώνονται και τα αποσιωπητικά ("διακοπτικόν με τρία συνεχή στίγματα", σ. 374), καθώς και άλλα εισαγωγικά (>> <<, "διπλό κόμμα"). Πάντως θαυμαστικό, εισαγωγικά και αποσιωπητικά περιγράφονται ως σημεία "των νεωτέρων άγνωστα εις τους παλαιούς". Ο Γεώργιος Γεννάδιος στη Γραμματική της ελληνικής γλώσσης (Αθήνα 1851) για τα ελληνικά σχολεία ακολουθεί την οδό Κούμα και Δάρβαρη, απλώς αντιστρέφει τα εισαγωγικά (<< >>) και χρησιμοποιεί τον σημερινό όρο, καθώς και για τα αποσιωπητικά. Τα ίδια εισαγωγικά βρίσκουμε και στη Γραμματική της ελληνικής γλώσσης (Αθήνα 1896) του Αδαμάντιου Αδαμαντίου, η οποία προοριζόταν επίσης για τα σχολεία.

Εικόνες ενδεικτικές του ελληνικού βιβλίου, όψεων της ανάγνωσης, της ελληνικής Διασποράς, των λογίων του Διαφωτισμού, του πολιτισμικού transfer κτλ. 

Στην κατακλείδα μια σημείωση για ένα σημείο στίξης που χάθηκε, το περίφημο σημείο της ειρωνείας. Δεν επινοήθηκε από τον γάλλο ποιητή Alcanter de Brahm το ανάποδο ερωτηματικό ⸮ (στις αραβικές γλώσσες όπου η γραφή εκ των δεξιών προς τα αριστερά είναι το ερωτηματικό) όπως γράφουν κάποιες σελίδες. Για πρώτη φορά προτάθηκε από τον άγγλο τυπογράφο Henry Denham τη δεκαετία του 1580 για να κλείνει τις ρητορικές ερωτήσεις (percontation point). Σε αιθιοπικές γλώσσες ο σαρκασμός υποδηλώνεται από κάτι σαν ανάποδο θαυμαστικό (¡). Ο Tom Driberg πρότεινε ανάποδη πλαγιογράμματη (προς την άλλη κατεύθυνση από τη γνωστή) γραφή για δηλώσεις ειρωνείας. Το 2007 το ολλανδικό ίδρυμα για το βιβλίο CPNB πρότεινε το εξής για σημείο ειρωνείας:
. Τελικά, κανένα δεν επικράτησε.   
Και το ανάποδο ελληνικό ερωτηματικό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Αν καταφέρει να το γυρίσει κανείς. Ή και όλα σε μείξη. Επίσης, το συγκεκριμένο σύστημα ειρωνικής ανορθογραφίας / φωνητικής (αν)ορθογραφίας ή η τα σχήματα λόγου από αλληγορία έως οξύμωρο και κενή μεταφορά στις πολιτικοκοινωνικές συζητήσεις του διαδικτύου, και αυτά εδώ ανήκουν. Κάποια στιγμή θα μελετηθούν. 

*Άλλη μία λέξη που κατέληξε να έχει αρνητική σημασία στη νεοελληνική και σε άλλες γλώσσες, ενώ προέρχεται από το "υποκρίνεσθαι"=απαντώ (ο δραματικός ηθοποιός στα ερωτήματα του χορού).