Με τον τρόπο του Γ. Σ. [Γιώργος Σεφέρης, Τετράδιο Γυμνασμάτων, Αθήνα 1940]
΄Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.
Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κεν-
ταύρου
γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου
καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ' ακολου-
θούσε
ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου
ώσπου να βρούμε τα νερά του βουνού.
Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν
ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι κάπου στις αλαφρό-
πετρες
μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή
μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά
από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης.
Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θη-
σαυρούς των Ατρειδών
και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της «Ωραίας
Ελένης του Μενελάου»·
χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα
μ' έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.
Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο
μέ χτίκιασαν οι βαρκαρόλες.
Τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε
πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;
Ο ένας έρχεται από τη Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο
μήπως «έρχεται εξ Ομονοίας»
«΄Οχι έρχομαι εκ Συντάγματος» απαντά κι είν' ευχαρι-
στημένος
«βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό».
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει
δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι
όλοι εμείς
δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα
τα καράβια·
περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν.
Παράξενος κόσμος που λέει πώς βρίσκεται στην Αττική
και δε βρίσκεται πουθενά·
αγοράζουν κουφέτα για να παντρευτούνε
κρατούν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται
ο άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σ' ένα φόντο με
πιτσούνια και με λουλούδια
δέχουνταν το χέρι του γερο-φωτογράφου να του στρώνει
τις ρυτίδες
που είχαν αφήσει στο πρόσωπό του
όλα τα πετεινά τ' ουρανού.
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει
κι αν «ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς»
είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι
με το κολύμπι
εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν
μπορούν να κινήσουν
την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τον AMΒPAKΙKΟ.
Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά
σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας
αργάτης
καμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που
βασιλεύει
ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ' άσπρα και στα
χρυσά.
΄Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει·
παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες...
Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ
ΩΝΙΑ 1937.
Α/π Αυλίς, περιμένοντας να ξεκινήσει
Καλοκαίρι 1936
[Γιώργος Μαρκόπουλος, Πυροτεχνουργοί, Θεσσαλονίκη 1979]
Ένα ποίημα έλεγε πως γνωρίζει ένα ποίημα που γνωρίζει το Μήτσο [Γιάννης Βαρβέρης, Πιάνο βυθού, Αθήνα 1991]
Λοιπόν γύριζε δήθεν άσκοπα του ποιήματός
μου ο ήρωας, φοιτητής επί δικτατορίας ας υποθέσουμε, τότε αντιστασιακός
οργανωμένος έστω, σαραντάρης σήμερα με φαλακρίτσα χτένιζε την Ομόνοια σε
σαφάρι και δεν είχα τι να τονε κάνω. Όμως εκείνος ήτανε μέσα στο μυαλό
μου κι ήξερε καλά όλους τους ήρωες ποιημάτων που με συγκινούν, γι’ αυτό
–κι όχι μονάχα- το θυμήθηκε το πατριωτάκι του τον Μήτσο σαν τον είδε
απέναντι στο σουβλατζίδικο, τον «Μήτσο τον επιλοχία», τον έρμο και
σκοτεινό βασανιστή, ξέμπαρκο και που χάζευε πικρά στου Γ. Μ. το ποίημα·
θυμήθηκε όμως και το ξύλο και τις μελανιές αλλά ιδίως το πώς τον είχε ο
Μήτσος, δαγκώνοντας τη γόπα του σαν μπράτσο, κοιτάξει τότε, καθώς
έβγαινε από την Ασφάλεια Μπουμπουλίνας, μα κι ο δικός μου πως ότι τάχα
δεν κατάλαβε,
όμως τώρα, ήταν το θάρρος του πρώην θύματος, ήταν το
απάνω χέρι του δημοκράτη νικητή, θες το gay movement, θες κι οι ενοχές
του Μήτσου που προεξόφλησε αστραπιαία, «Ρε συ, εσύ δεν είσαι ο Μήτσος;»
φώναξε, μα εκείνος έκανε και δεν είδε και δεν άκουσε, χάθηκε βλάχος
σκοτεινός κασκέτο ντροπιασμένο της στοάς μέσα σε υδρόγεια σύννεφα
ντονέρ.
«Κρίμα που δεν μπορούμε να τα βρούμε ούτε στα ποιήματα»,
κατέβασε τα μάτια ο ήρωας μου· ταμείο και κόβοντας ένα ουρητήριο «Καυτή
σάρκα» σινέ-Σταρ, έτοιμος πάλι για πολύ πιο προσγειωμένες περιπέτειες,
«Άσε τους ποιητές, αναλογίστηκε, να πληρώνουνε πάντα τα σπασμένα».