Δεν ξέρω πώς να περιγράψω αυτά που είδα σήμερα αναζητώντας μάταια και πάλι τη Φούντι. Είναι ζήτημα αν έχω ανεβεί μία ή δύο φορές στη ζωή μου ψηλά στην περιοχή πάνω από τον αυτοκινητόδρομο, και η τελευταία φορά πρέπει να ήταν όταν υπήρχε ακόμη Εθνική οδός. Η άλωση του βουνού ξεκίνησε σιγά σιγά μέσα της δεκαετίας του 1970, αλλά σε συγκεκριμένα σημεία. Τώρα μιλάμε για μία έκταση και επέκταση σε μήκος χιλιομέτρων παράλληλα με τον αυτοκινητόδρομο και σε όλο το ύψος της πλαγιάς έως τα απόκρημνα σημεία της οροσειράς, ακόμη και σε αυτά κατά τόπους. Οικισμός πλέον (!). Η επίθεση της φωτιάς του 2018 άφησε γυμνή την αλήθεια της ασχήμιας και της τεράστιας διαφθοράς να χάσκει πάνω από την αλληλεγγύη της συλλογικής ενοχής και υποκρισίας. Όσο υπάρχει αυτή η Ελλάδα, πώς να πάρεις στα σοβαρά το πολιτικό-πολιτισμικο ρινγκ όπου παρατάξεις ή αυτοπροσδιοριζόμενοι ως πολιτισμικοί φορείς υποδύονται τους εμφυλιοπολεμικούς ανταγωνιστές με τα αποπροσανατολιστικά μπαγιάτικα ψίχουλα και τα αήθη δολώματα που τους ρίχνει η φανερή πλέον εξουσία του παρακράτους (προς το παρόν καταρτίζουν το ελληνικής εκδοχής μη-του); Πώς έφτασε η Ελλάδα εδώ; Σίγουρα δεν είναι θέμα μηνών ή κάποιων χρόνων. Και ασχέτως της πανδημιοπολεμικής επικαιρότητας, οι εικόνες αυτές στα καμένα Γεράνεια, ο γουρουνόσταυλος μέσα στον οικισμό και οι παράνομοι βοσκοί με τις κατσίκες που εξαφανίζουν όποιο σπάνιο δεντράκι τυχόν ξεφυτρώσει (στα σκυλόδοντα της ανύπαρκτης εφαρμογής του νόμου, εξάλλου με την έλλειψη αντιδιαβρωτικών έργων οι κουκουναρόσποροι ήδη από τους κατακλυσμούς του Σεπτέμβρη 2018 κύλησαν στη θάλασσα), η αθλιότητα αυτή είναι κάποιου είδους παρηγοριά, γιατί εξηγεί τις αιτίες του πώς η Ελλάδα κατέληξε να είναι όμηρος όλων όσοι διαταξικά προσαρμόζονται ευέλικτα με γνώμονα τα συμφέροντά τους, θεωρώντας ότι η γη αυτή και η χώρα αυτή τους ανήκει.
Περαστικοί, απλώς περαστικοί που αφήνουν καμένη καταπατημένη γη πίσω τους. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.