Μεταφράζω από τη γερμανική έκδοση του Transfiguration of the Commonplace του Arthur Danto (1981):
"Με το να επιζητούν η απεικόνιση και το απεικονιζόμενο να ενσωματώνονται στο ίδιο κατηγόρημα -ό,τι ήταν από κόκκινο, να είναι πράγματι κόκκινο-, οι ιμπρεσιονιστές μάλλον παραβίαζαν τις πραγματικές στρατηγικές της παραστατικής τέχνης παρά τις προωθούσαν, δηλαδή τις στρατηγικές που στοχεύουν στο να προκαλέσουν ισοδύναμα βιώματα μέσα από μη ισοδύναμες συγκινήσεις. Το ότι πολλές διαφορετικές αιτίες μπορούν να προκαλέσουν παρόμοια βιώματα, αυτό είναι εδώ και αιώνες το μυστικό των ιλουζιονιστών. Όμως επειδή ακριβώς το βίωμα υπο-προσδιορίζει τις αιτίες του, παρουσιάζεται η ψευδαίσθηση τότε όταν ο παρατηρητής νομίζει ότι αντιλαμβάνεται το μοτίβο, ενώ αντί γι' αυτό βλέπει την εικόνα. Το θέμα της συζήτησης δεν είναι τι αποτελεί τη διαφορά ανάμεσα στο μοτίβο και στην απεικόνιση, αλλά πώς αυτά φανερώνονται στο ανθρώπινο βλέμμα και πώς αποπλανούν το πνεύμα.
Με το που θα γεννηθεί η ψευδαίσθηση, τότε κανένα από τα στοιχεία του μέσου [Medium] δεν πρέπει να είναι συνειδητό στον παρατηρητή, διότι στον βαθμό που αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για μέσο, η ψευδαίσθηση καταστέλλεται ριζικά. Η διαμεσολάβηση, λοιπόν, πρέπει να είναι κατά κάποιον τρόπο μη ορατή, και ένας τέλειος συμβολισμός αυτής της συνθήκης είναι ο διαφανής υαλοπίνακας, κάτι που δεν βλέπουμε, αλλά μέσα από το οποίο βλέπουμε (έτσι όπως η συνείδηση είναι διαφανής, υπό την έννοια ότι δεν μας είναι αυτή συνειδητή, αλλά τα αντικείμενά της). Αν ο υαλοπίνακας δεν ήταν μέσο, τότε θα ήταν μεταφορά για τη μιμητική απεικόνιση, και σύμφωνα με αυτό θεωρώ ότι το βασικό στοιχείο της θεωρίας της μίμησης είναι λογικά η μη ορατή διαμεσολάβηση. Ο επιτυχημένος μιμητής δεν αναπαράγει απλά το μοτίβο, αλλά αναιρεί το μέσο, εκεί που επιτελείται η αναπαραγωγή [υπογράμμιση δική μου]. Απαραίτητη συνθήκη για να μπορέσει να δημιουργηθεί ψευδαίσθηση, είναι το ότι βρίσκεται κανείς ενώπιον της πραγματικότητας, ενώ ουσιαστικά είναι μπροστά σε μία απεικόνιση (είδωλον) [...] Υπό αυτήν την έννοια στόχος της μίμησης είναι η απόκρυψη από τον παρατηρητή του γεγονότος ότι πρόκειται για μίμηση, και αυτό αντιβαίνει εμφανώς στην αριστοτελική σκέψη ότι η γνώση περί του ότι πρόκειται για μίμηση, εξηγεί την τέρψη που μας προκαλεί [η τέχνη]. Η μίμηση πάντως δεν είχε ως συνέπεια την ψευδαίσθηση στο σκεπτικό του Αριστοτέλη. Σε αυτό του Πλάτωνα οπωσδήποτε, και αυτή είναι η θεωρία, με την οποία τώρα ασχολούμαι. Αν την εκλάβουμε ως θεωρία τέχνης, τότε η θεωρία της μίμησης καταλήγει να συμπτύσσει το έργο τέχνης εξισώνοντάς το με το περιεχόμενό του όπου όμως όλα τα υπόλοιπα θεωρούνται ότι δεν είναι ορατά -ή, αν είναι ορατά, θεωρούνται περιττά και πρέπει να ξεπεραστούν με άλλες ιλουζιονιστικές τεχνικές. Στόχος μου είναι να δείξω ότι αυτός είναι ένας από τους λόγους, εξαιτίας του οποίου η θεωρία της μίμησης δεν μπορεί να συμβάλει στον διαχωρισμό ανάμεσα αφενός σε έργα τέχνης και αφετέρου σε ανάλογες τάξεις απεικονίσεων που έχουν το ίδιο περιεχόμενο με αυτά [τα έργα τέχνης]. Όπως έδειξα, το περιεχόμενο και μόνο δεν μπορεί να εκπληρώσει τον σκοπό. (Παρεμπιπτόντως, είναι έλλειμμα των μαρξιστικών θεωριών τέχνης το γεγονός ότι ταυτίζουν την τέχνη με το περιεχόμενο των έργων τέχνης)".
Danto, Arthur C.: Die Verklärung des Gewöhnlichen. Eine Philosophie der Kunst. Übersetzt von Max Looser. Φρανκφούρτη: Suhrkamp, 1991, σσ. 230-232.
Υ.Γ.Το βιβλίο έχει μεταφρασθεί στα ελληνικά, αλλά δεν έχω τώρα πρόσβαση στην ελληνική του εκδοχή: Danto, Arthur C.: Η μεταμόρφωση του κοινότοπου. Μια φιλοσοφική θεώρηση της τέχνης. Μετάφραση Μαριλένα Καρρά. Επιμέλεια Ελένη Μαρτζούκου. Αθήνα: Μεταίχμιο, 2004.
"Με το να επιζητούν η απεικόνιση και το απεικονιζόμενο να ενσωματώνονται στο ίδιο κατηγόρημα -ό,τι ήταν από κόκκινο, να είναι πράγματι κόκκινο-, οι ιμπρεσιονιστές μάλλον παραβίαζαν τις πραγματικές στρατηγικές της παραστατικής τέχνης παρά τις προωθούσαν, δηλαδή τις στρατηγικές που στοχεύουν στο να προκαλέσουν ισοδύναμα βιώματα μέσα από μη ισοδύναμες συγκινήσεις. Το ότι πολλές διαφορετικές αιτίες μπορούν να προκαλέσουν παρόμοια βιώματα, αυτό είναι εδώ και αιώνες το μυστικό των ιλουζιονιστών. Όμως επειδή ακριβώς το βίωμα υπο-προσδιορίζει τις αιτίες του, παρουσιάζεται η ψευδαίσθηση τότε όταν ο παρατηρητής νομίζει ότι αντιλαμβάνεται το μοτίβο, ενώ αντί γι' αυτό βλέπει την εικόνα. Το θέμα της συζήτησης δεν είναι τι αποτελεί τη διαφορά ανάμεσα στο μοτίβο και στην απεικόνιση, αλλά πώς αυτά φανερώνονται στο ανθρώπινο βλέμμα και πώς αποπλανούν το πνεύμα.
Με το που θα γεννηθεί η ψευδαίσθηση, τότε κανένα από τα στοιχεία του μέσου [Medium] δεν πρέπει να είναι συνειδητό στον παρατηρητή, διότι στον βαθμό που αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για μέσο, η ψευδαίσθηση καταστέλλεται ριζικά. Η διαμεσολάβηση, λοιπόν, πρέπει να είναι κατά κάποιον τρόπο μη ορατή, και ένας τέλειος συμβολισμός αυτής της συνθήκης είναι ο διαφανής υαλοπίνακας, κάτι που δεν βλέπουμε, αλλά μέσα από το οποίο βλέπουμε (έτσι όπως η συνείδηση είναι διαφανής, υπό την έννοια ότι δεν μας είναι αυτή συνειδητή, αλλά τα αντικείμενά της). Αν ο υαλοπίνακας δεν ήταν μέσο, τότε θα ήταν μεταφορά για τη μιμητική απεικόνιση, και σύμφωνα με αυτό θεωρώ ότι το βασικό στοιχείο της θεωρίας της μίμησης είναι λογικά η μη ορατή διαμεσολάβηση. Ο επιτυχημένος μιμητής δεν αναπαράγει απλά το μοτίβο, αλλά αναιρεί το μέσο, εκεί που επιτελείται η αναπαραγωγή [υπογράμμιση δική μου]. Απαραίτητη συνθήκη για να μπορέσει να δημιουργηθεί ψευδαίσθηση, είναι το ότι βρίσκεται κανείς ενώπιον της πραγματικότητας, ενώ ουσιαστικά είναι μπροστά σε μία απεικόνιση (είδωλον) [...] Υπό αυτήν την έννοια στόχος της μίμησης είναι η απόκρυψη από τον παρατηρητή του γεγονότος ότι πρόκειται για μίμηση, και αυτό αντιβαίνει εμφανώς στην αριστοτελική σκέψη ότι η γνώση περί του ότι πρόκειται για μίμηση, εξηγεί την τέρψη που μας προκαλεί [η τέχνη]. Η μίμηση πάντως δεν είχε ως συνέπεια την ψευδαίσθηση στο σκεπτικό του Αριστοτέλη. Σε αυτό του Πλάτωνα οπωσδήποτε, και αυτή είναι η θεωρία, με την οποία τώρα ασχολούμαι. Αν την εκλάβουμε ως θεωρία τέχνης, τότε η θεωρία της μίμησης καταλήγει να συμπτύσσει το έργο τέχνης εξισώνοντάς το με το περιεχόμενό του όπου όμως όλα τα υπόλοιπα θεωρούνται ότι δεν είναι ορατά -ή, αν είναι ορατά, θεωρούνται περιττά και πρέπει να ξεπεραστούν με άλλες ιλουζιονιστικές τεχνικές. Στόχος μου είναι να δείξω ότι αυτός είναι ένας από τους λόγους, εξαιτίας του οποίου η θεωρία της μίμησης δεν μπορεί να συμβάλει στον διαχωρισμό ανάμεσα αφενός σε έργα τέχνης και αφετέρου σε ανάλογες τάξεις απεικονίσεων που έχουν το ίδιο περιεχόμενο με αυτά [τα έργα τέχνης]. Όπως έδειξα, το περιεχόμενο και μόνο δεν μπορεί να εκπληρώσει τον σκοπό. (Παρεμπιπτόντως, είναι έλλειμμα των μαρξιστικών θεωριών τέχνης το γεγονός ότι ταυτίζουν την τέχνη με το περιεχόμενο των έργων τέχνης)".
Danto, Arthur C.: Die Verklärung des Gewöhnlichen. Eine Philosophie der Kunst. Übersetzt von Max Looser. Φρανκφούρτη: Suhrkamp, 1991, σσ. 230-232.
Υ.Γ.Το βιβλίο έχει μεταφρασθεί στα ελληνικά, αλλά δεν έχω τώρα πρόσβαση στην ελληνική του εκδοχή: Danto, Arthur C.: Η μεταμόρφωση του κοινότοπου. Μια φιλοσοφική θεώρηση της τέχνης. Μετάφραση Μαριλένα Καρρά. Επιμέλεια Ελένη Μαρτζούκου. Αθήνα: Μεταίχμιο, 2004.